Fate gives you power but destiny chooses your fate,σκέφτηκε ο Gideon.
Η διάθεση για ζωή έμοιαζε κάτι αδιάφορο, δεν μπορούσε να απολαύσει όλα εκείνα που του έδινε η ζωή απλόχερα, προσκολλημένος στο παρελθόν που τον στοίχειωνε, έμοιαζε να είναι δεμένος στα δικά του δεσμά.
Άνοιξε το σάκο του και έβγαλε απο μέσα το μεγάλο σταχομένο βιβλίο που με τόσο κόπο είχε φτιάξει ο ίδιος.
Το εξωτερικό του βιβλίου ήταν φτιαγμένο απο ξύλο βελανιδιάς με χαραγμένο στο εξώφυλλο ένα αρχαίο σύμβολο ενώ στο πίσω μέρος του είχε σκαλίσει τρείς μικρές πεντάλφες σε μπλέ αποχρώσεις.Οι σελίδες του βιβλίου ήταν απο περγαμηνή τις οποίες είχε γεμίσει με δικές του ζωγραφιές που απεικόνιζαν δράκους, μάγους, ξωτικά,νεράιδες, άγγελους και δαίμονες .Eκτός απο τις όμορφες ζωγραφιές,στο βιβλίο υπάρχαν και τα μυστικά της γνώσης που κατείχε.
Μέσα σε αυτό το βιβλίο ήταν σχεδόν όλη του η γνώση και το ταλέντο του ,μόνο που τώρα θα έπρεπε να το κάψει για να ξορκίσει μακρυά ότι τον βασάνισε και τον έπνιγε.Είχε τόσες αναμνήσεις μέσα σ' αυτό το βιβλίο που κάθε φορά που το έπιανε στα χέρια του του κοβόταν η αναπνοή.
''Καιρός να σε ξεφορτωθώ'',είπε κοφτά αλλά μέσα του το μετάνιωνε αμέσως.Η φωτιά στο τζάκι κόντεβε να σβήσει και άρχισε να κάνει αρκετό κρύο.Κοίταξε το ρολόι και οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 23 και 45.Είχε ένα τέταρτο μπροστά του για να κάψει το βιβλίο.Σηκώθηκε και έβαλε τη μακρυά μάυρη ρόμπα του , άναψε τα μπλέ κεριά που βρίσκοταν πανω στο τζάκι και γονάτισε μπροστά απο τη φωτιά,πήρε στα χέρια του το βιβλίο και το κρατησε σφιχτά πάνω του για να το αποχαιρετήσει.Ένιωθε πικραμένος που έπρεπε να το κάψει.Έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά και λίγο προσάνναμα για να την κάνει να φουντώσει.Οι φλόγες ψήλωσαν και άρχισαν να τσιτσιρίζουν καθώς το ξύλο παραδινόταν στις φλεγόμενες πύρινες γλώσσες.Κράτησε το βιβλιο μπροστά του το κοίταξε και ψυθίρισε τα λόγια:
''Στίς φλόγες σε παραδίδω στάχτη να γίνεις
και μέσα απ αυτές αέρας να γίνεις,
μακρύα στην άλλη όχθη τη γνώση σου δώσε
εκέι που οι ψυχές δεν είναι νεκρές.''
Έβαλε προσεχτικά το βιβλίο ανάμεσα στα φλεγόμενα ξύλα έτσι ώστε να καεί ομοιόμορφα.Άφησε το βλέμμα του να βυθιστεί στην εικόνα του βιβλίου που καιγόταν , ενώ άκουγε το σκάσιμο απο τις φλόγες που άρχισαν να γλείφουν το εξώφυλλο του.
Έμεινε αρκετή ώρα έτσι βυθισμένος στη θέα του βιβλίου που καιγόταν.Ένιωθε τα μάτια του να κλείνουν απο τη νύστα.Σηκώθηκε και περπάτησε πρός το διάδρομο, ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και το σώμα του πονούσε.Σέρνοντας τα πόδια του διέσχισε το διάδρομο που οδηγούσε στο δωματιό του,κάτι του τράβηξε την προσοχή κάτι σαν σκιά που πέρασε φευγαλέα απο δίπλα του , δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία ήταν συνηθισμένος σε κάτι τέτοια.Έπεσε κατευθείαν για ύπνο αποκαμομένος απο την κούραση.
Μόνο στη χώρα των ονείρων ένιωθε ασφαλής.Η είσοδος στα ονειρά του γινόταν με παράδοξους τρόπους μέσα απο πέπλα ή τον οδηγούσαν μικρά ζωάκια όπως γάτες ή μικρά ερπετά.Αυτή τη φορά ο οδηγός άλλαξε , δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο , καλυμένο με ένα μακρύ μανδυά του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.Ψυθιρίζοντας μια ρίμη ,σε λόγια ακατάληπτα.Μπήκαν μέσα σε ένα ξέφωτο , γύρω τους υπήρχαν λογιών λογιών δέντρα, λουλούδια και ζωά.Κοιτούσε σα σαστισμένος αν και πολλές φορές είχε επισκεφτεί τέτοια μέρη με την φαντασία του.Χάθηκε απο τα μάτια του το περίεργο όν και μπροστά του εμφανίστηκε ένας πάνθηρας.Το αίμα του πάγωσε ,έκανε να το βάλει στα πόδια , όμως συνειδητοποίησε πως είναι ένα όνειρο και πως μπορεί να κάνει διαπραγματεύεις μαζί του.Κάθισαν κάτω στη γή αντικρυστά και έκανε να του πιάσει την κουβέντα.Πρίν προλάβει ο ίδιος να αρθρώσει λέξη, ο πάνθηρας άρχισε να του μιλά πρώτος.
''Tα ονειρά σου είναι η διαφυγή σου γιατι φεύγεις απο την πραγματικότητα και μπαίνεις σε μια άλλη παράλληλη πραγματικότητα όπου εκεί βρισκεις το κρυφό σου δασος.
Κάποιες φορές έρχεσαι σκεπτικός στεκεσαι και κοιτάζεις θλιμμένος,κάποιες άλλες φορές χαρούμενος.Στο τελευταίο σου όνειρο που συναντηθήκαμε ήσουν παράξενος.Καθώς περπατούσες σαν να κουράστηκες και κάθησες κάτω απο τη σκιά ενός δέντρο καταποντισμένος αλλά ακμαίος και το βλέμμα σου απλωνόταν κενό στο τοπίο.Δεν με έβλεπες , όπως δεν με βλέπεις σχεδόν ποτέ στα όνειρα σου.Παρατήρησα πως ήσουν θλιμμένος και πως κάτι σε βασάνιζε , βυθισμένος σε βαθυές σκέψεις.Δεν μιλήσαμε, κάθισα δίπλα σου και ένιωσα την ζεστασιά σου,μείναμε έτσι πολλές ώρες μετά σκοτείνιασε και η μέρα διαδέχτηκε την νύχτα.
Το πρωί ήρθε και βγήκα απο το όνειρο σου μετά απο αυτό κάθε βράδυ ήλπιζα να σε ξαναδώ.Στα προηγούμενα όνειρα που σε συναντούσα γινόσουν όλο και πιο όμορφος και δυνατός.Εξέπεμπές μια φλόγα που γινόταν κάθε φορά και πιο ζεστή.Μιλούσες συνέχεια χωρίς σταματημό και τα μάυρα σου μάτια πετούσαν σπίθες.Απο τότε είχα να σε δώ, μέχρι απόψε , είχα ρωτήσει για σένα όλα τα μαγικά πλάσματα αλλά κανένα δεν γνώριζε να μου πεί που ήσουν.''
Σαστισμένος και χωρίς να μπορεί να κουνηθεί βλέπει τον πάνθηρα να σηκώνεται και να αποχωρεί.Στη θέση του βρισκόταν το βιβλίο του , αυτό που είχε κάψει , το έπιασε στα χέρια του το ξεφύλλισε και πείστηκε πως ήταν το δικό του βιβλίο.Άκουσε ένα δυνατό θόρυβο σα να σείστηκε η γή τόσο δυνατα που έβαλε το βιβλίο κα τα χερια του πάνω απο το κεφάλι του.Διήρκησε αρκετά δέυτερα, μόλις κόπασε και άνοιξε τα μάτια του βρέθηκε στο δωματιό του κάτω στο πάτωμα με το βιβλίο ανάμεσα στα χέρια του.Το ίδιο βιβλίο που είχε κάψει πριν λίγες ώρες,κοίταξε το εξώφυλλό του και τότε είδε την μορφή του πάνθηρα σκαλισμένη , στη θέση του συμβόλου που ειχε χαράξει ο ίδιος.
Η διάθεση για ζωή έμοιαζε κάτι αδιάφορο, δεν μπορούσε να απολαύσει όλα εκείνα που του έδινε η ζωή απλόχερα, προσκολλημένος στο παρελθόν που τον στοίχειωνε, έμοιαζε να είναι δεμένος στα δικά του δεσμά.
Άνοιξε το σάκο του και έβγαλε απο μέσα το μεγάλο σταχομένο βιβλίο που με τόσο κόπο είχε φτιάξει ο ίδιος.
Το εξωτερικό του βιβλίου ήταν φτιαγμένο απο ξύλο βελανιδιάς με χαραγμένο στο εξώφυλλο ένα αρχαίο σύμβολο ενώ στο πίσω μέρος του είχε σκαλίσει τρείς μικρές πεντάλφες σε μπλέ αποχρώσεις.Οι σελίδες του βιβλίου ήταν απο περγαμηνή τις οποίες είχε γεμίσει με δικές του ζωγραφιές που απεικόνιζαν δράκους, μάγους, ξωτικά,νεράιδες, άγγελους και δαίμονες .Eκτός απο τις όμορφες ζωγραφιές,στο βιβλίο υπάρχαν και τα μυστικά της γνώσης που κατείχε.
Μέσα σε αυτό το βιβλίο ήταν σχεδόν όλη του η γνώση και το ταλέντο του ,μόνο που τώρα θα έπρεπε να το κάψει για να ξορκίσει μακρυά ότι τον βασάνισε και τον έπνιγε.Είχε τόσες αναμνήσεις μέσα σ' αυτό το βιβλίο που κάθε φορά που το έπιανε στα χέρια του του κοβόταν η αναπνοή.
''Καιρός να σε ξεφορτωθώ'',είπε κοφτά αλλά μέσα του το μετάνιωνε αμέσως.Η φωτιά στο τζάκι κόντεβε να σβήσει και άρχισε να κάνει αρκετό κρύο.Κοίταξε το ρολόι και οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 23 και 45.Είχε ένα τέταρτο μπροστά του για να κάψει το βιβλίο.Σηκώθηκε και έβαλε τη μακρυά μάυρη ρόμπα του , άναψε τα μπλέ κεριά που βρίσκοταν πανω στο τζάκι και γονάτισε μπροστά απο τη φωτιά,πήρε στα χέρια του το βιβλίο και το κρατησε σφιχτά πάνω του για να το αποχαιρετήσει.Ένιωθε πικραμένος που έπρεπε να το κάψει.Έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά και λίγο προσάνναμα για να την κάνει να φουντώσει.Οι φλόγες ψήλωσαν και άρχισαν να τσιτσιρίζουν καθώς το ξύλο παραδινόταν στις φλεγόμενες πύρινες γλώσσες.Κράτησε το βιβλιο μπροστά του το κοίταξε και ψυθίρισε τα λόγια:
''Στίς φλόγες σε παραδίδω στάχτη να γίνεις
και μέσα απ αυτές αέρας να γίνεις,
μακρύα στην άλλη όχθη τη γνώση σου δώσε
εκέι που οι ψυχές δεν είναι νεκρές.''
Έβαλε προσεχτικά το βιβλίο ανάμεσα στα φλεγόμενα ξύλα έτσι ώστε να καεί ομοιόμορφα.Άφησε το βλέμμα του να βυθιστεί στην εικόνα του βιβλίου που καιγόταν , ενώ άκουγε το σκάσιμο απο τις φλόγες που άρχισαν να γλείφουν το εξώφυλλο του.
Έμεινε αρκετή ώρα έτσι βυθισμένος στη θέα του βιβλίου που καιγόταν.Ένιωθε τα μάτια του να κλείνουν απο τη νύστα.Σηκώθηκε και περπάτησε πρός το διάδρομο, ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και το σώμα του πονούσε.Σέρνοντας τα πόδια του διέσχισε το διάδρομο που οδηγούσε στο δωματιό του,κάτι του τράβηξε την προσοχή κάτι σαν σκιά που πέρασε φευγαλέα απο δίπλα του , δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία ήταν συνηθισμένος σε κάτι τέτοια.Έπεσε κατευθείαν για ύπνο αποκαμομένος απο την κούραση.
Μόνο στη χώρα των ονείρων ένιωθε ασφαλής.Η είσοδος στα ονειρά του γινόταν με παράδοξους τρόπους μέσα απο πέπλα ή τον οδηγούσαν μικρά ζωάκια όπως γάτες ή μικρά ερπετά.Αυτή τη φορά ο οδηγός άλλαξε , δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο , καλυμένο με ένα μακρύ μανδυά του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.Ψυθιρίζοντας μια ρίμη ,σε λόγια ακατάληπτα.Μπήκαν μέσα σε ένα ξέφωτο , γύρω τους υπήρχαν λογιών λογιών δέντρα, λουλούδια και ζωά.Κοιτούσε σα σαστισμένος αν και πολλές φορές είχε επισκεφτεί τέτοια μέρη με την φαντασία του.Χάθηκε απο τα μάτια του το περίεργο όν και μπροστά του εμφανίστηκε ένας πάνθηρας.Το αίμα του πάγωσε ,έκανε να το βάλει στα πόδια , όμως συνειδητοποίησε πως είναι ένα όνειρο και πως μπορεί να κάνει διαπραγματεύεις μαζί του.Κάθισαν κάτω στη γή αντικρυστά και έκανε να του πιάσει την κουβέντα.Πρίν προλάβει ο ίδιος να αρθρώσει λέξη, ο πάνθηρας άρχισε να του μιλά πρώτος.
''Tα ονειρά σου είναι η διαφυγή σου γιατι φεύγεις απο την πραγματικότητα και μπαίνεις σε μια άλλη παράλληλη πραγματικότητα όπου εκεί βρισκεις το κρυφό σου δασος.
Κάποιες φορές έρχεσαι σκεπτικός στεκεσαι και κοιτάζεις θλιμμένος,κάποιες άλλες φορές χαρούμενος.Στο τελευταίο σου όνειρο που συναντηθήκαμε ήσουν παράξενος.Καθώς περπατούσες σαν να κουράστηκες και κάθησες κάτω απο τη σκιά ενός δέντρο καταποντισμένος αλλά ακμαίος και το βλέμμα σου απλωνόταν κενό στο τοπίο.Δεν με έβλεπες , όπως δεν με βλέπεις σχεδόν ποτέ στα όνειρα σου.Παρατήρησα πως ήσουν θλιμμένος και πως κάτι σε βασάνιζε , βυθισμένος σε βαθυές σκέψεις.Δεν μιλήσαμε, κάθισα δίπλα σου και ένιωσα την ζεστασιά σου,μείναμε έτσι πολλές ώρες μετά σκοτείνιασε και η μέρα διαδέχτηκε την νύχτα.
Το πρωί ήρθε και βγήκα απο το όνειρο σου μετά απο αυτό κάθε βράδυ ήλπιζα να σε ξαναδώ.Στα προηγούμενα όνειρα που σε συναντούσα γινόσουν όλο και πιο όμορφος και δυνατός.Εξέπεμπές μια φλόγα που γινόταν κάθε φορά και πιο ζεστή.Μιλούσες συνέχεια χωρίς σταματημό και τα μάυρα σου μάτια πετούσαν σπίθες.Απο τότε είχα να σε δώ, μέχρι απόψε , είχα ρωτήσει για σένα όλα τα μαγικά πλάσματα αλλά κανένα δεν γνώριζε να μου πεί που ήσουν.''
Σαστισμένος και χωρίς να μπορεί να κουνηθεί βλέπει τον πάνθηρα να σηκώνεται και να αποχωρεί.Στη θέση του βρισκόταν το βιβλίο του , αυτό που είχε κάψει , το έπιασε στα χέρια του το ξεφύλλισε και πείστηκε πως ήταν το δικό του βιβλίο.Άκουσε ένα δυνατό θόρυβο σα να σείστηκε η γή τόσο δυνατα που έβαλε το βιβλίο κα τα χερια του πάνω απο το κεφάλι του.Διήρκησε αρκετά δέυτερα, μόλις κόπασε και άνοιξε τα μάτια του βρέθηκε στο δωματιό του κάτω στο πάτωμα με το βιβλίο ανάμεσα στα χέρια του.Το ίδιο βιβλίο που είχε κάψει πριν λίγες ώρες,κοίταξε το εξώφυλλό του και τότε είδε την μορφή του πάνθηρα σκαλισμένη , στη θέση του συμβόλου που ειχε χαράξει ο ίδιος.